ΑΚΙΣ (22-06-99)

Διοξίνες...

Περπατούσα στη «Λαϊκή» της γειτονιάς μου και απολάμβανα την εικόνα. Πλούσια τα ελέη, από μια γη που δεν την εκτιμήσαμε ούτε την τιμήσαμε αναλόγως. Λες και ο Θεός θέλησε να μας χαρίσει τον πλούτο του κόσμου ολόκληρου κι εμείς να γυρίζουμε το κεφάλι. Απλωμένα στον πρωινό ήλιο τα κεράσια, ολοστρόγγυλα και τραγανά, σαν κουρδιστήρια από «στραντιβάριους», εβένινα (γιατί, όμως, «Βοδενών» και όχι «Εδέσσης»;) και ευωδιαστά. Τα καρπούζια, σωριασμένα σε διάταξη πυραμίδας, προς 80 δρχ. το κιλό, μια τιμή, δηλαδή, εξωπραγματική για άλλες χώρες της Ε.Ε. Βερίκοκκα, ροδάκινα, λαχανικά, κολοκύθια, μελιτζάνες, φασολάκια, χόρτα κάθε λογής, ψάρια, απλωμένα στον πάγκο του ψαρά, ολόφρεσκα, προκλητικά. Κι ο κόσμος, μελίσσι πολύβουο, σχεδόν ορμητικό, να «πέφτει» στα προϊόντα και να αγοράζει μανιωδώς. Η «διοξίνη» θύμισε στους Ελληνες την παλιά, σωστή ζωή, τότε που τρώγαμε κρέας μία φορά την εβδομάδα, που η διατροφή μας περιελάμβανε ζαρζαβατικά, όσπρια, πολλά φρούτα. Αίφνης, ο Ελληνας έγινε μανιώδης καταναλωτής κρέατος, άρχισε να προτιμά τα ξένα τυριά και γαλακτοκομικά, δεν μπορούσε χωρίς «γκούντα» Ολλανδίας και άφηνε το ελληνικό κασέρι και το κεφαλοτύρι στα ράφια. Και ήρθαν οι «διοξίνες» και μας θύμισαν τη σωστή διατροφή, την κατσαρόλα με τα ρεβύθια, τα φασόλια, τις φακές και τη φάβα. Αίφνης οι νοικοκυρές ξαναθυμούνται το πληγούρι και τις πίτες, το σπίτι ξαναμυρίζει Ελλάδα. Δεν λέω, να μείνουν οι διοξίνες στο προσκήνιο, αλλά καλό θα είναι να μην τις ξεχάσουμε εύκολα...

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΠΡΑΝΟΣ