Κύριο άρθρο της 14-07-99

Σε βάση ισοτιμίας

Η επικείμενη έναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου προκαλεί στην Αθήνα μεγαλύτερη ανησυχία παρά αισιοδοξία. Κι αυτό, γιατί η ελληνική κυβέρνηση έχει επίγνωση ότι οι δύο πλευρές προσέρχονται στην τράπεζα των συνομιλιών με αντιδιαμετρικούς στόχους, γεγονός το οποίο αναπόφευκτα στο άμεσο μέλλον θα προκαλέσει σοβαρή πολιτική εμπλοκή. Η τουρκική διπλωματία επιδιώκει να παρασύρει την Ελλάδα στην υπογραφή ενός διμερούς συμφώνου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, το οποίο πρακτικά θα στρέφεται εναντίον του αγώνα των Κούρδων. Κατά την πάγια μέθοδό της, στη συνέχεια θα επιδιώξει να παρασύρει την Ελλάδα σε μία εφ' όλης της ύλης διαπραγμάτευση για το καθεστώς του Αιγαίου. Το πρόβλημα είναι ότι όλο αυτό το χρονικό διάστημα, η Αθήνα υφίσταται ασφυκτικές πιέσεις εκ μέρους της Δύσεως να εξομαλύνει τις σχέσεις της με την Αγκυρα. Η κυβέρνηση Σημίτη το επιθυμεί ειλικρινώς, αλλά σε μία βάση ισοτιμίας. Δεν είναι διατεθειμένη να απεμπολήσει εθνικά δικαιώματά της, προκειμένου να το επιτύχει. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν θεωρεί ότι μπορεί να αγνοήσει τις πιεστικότατες αμερικανικές παραινέσεις. Επιπροσθέτως, θεωρεί χρήσιμο να διαμορφώσει κλίμα υφέσεως στο μέτωπο του Αιγαίου. Για να εξυπηρετήσει αυτούς τους στόχους, η ελληνική διπλωματία πρόταξε τα ανώδυνα θέματα, ελπίζοντας ότι με τη διαδικασία της βήμα προς βήμα προσεγγίσεως θα βελτιώσει το κλίμα, ή τουλάχιστον θα κερδίσει χρόνο, χωρίς να αναλάβει επαχθείς δεσμεύσεις. Με δεδομένο το πολιτικό κόστος, το οποίο θα είχε η Ελλάδα εάν αρνιόταν το διάλογο, το κρίσιμο ζήτημα είναι ποια πλευρά θα φέρει την άλλη στα μέτρα της. Ο κ. Σημίτης θα πρέπει να διδαχθεί από την πείρα της προηγούμενης απόπειρας. Και το 1997, η Αθήνα προσπάθησε να προτάξει τα ανώδυνα, αλλά πολύ γρήγορα διολίσθησε στη διαπραγμάτευση για τα «καυτά». Λίγο μετά το κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης ήλθε η συνάντηση της Νέας Υόρκης, όπου ο κ. Πάγκαλος βρέθηκε αντιμέτωπος με τις προκλητικές απαιτήσεις του κ. Τζεμ και τις ασφυκτικές πιέσεις της κ. Ολμπράιτ. Η πείρα εκείνης της συναντήσεως είναι άκρως διδακτική και θα πρέπει να αξιοποιηθεί, ώστε να αποφευχθούν αιφνιδιασμοί και δυσάρεστες εκπλήξεις. Οταν οι Τούρκοι ομιλούν για διάλογο εννοούν πολιτική διαπραγμάτευση και μάλιστα έξω από το πλαίσιο του διεθνούς δικαίου. Επιδιώκουν να εγκλωβίσουν την Αθήνα σε μια διαδικασία, η οποία θα νομιμοποιήσει πολιτικά τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις τους, ακόμα και εάν δεν προκύψει συμφωνία. Σ' αυτή τη δυσχερή συγκυρία, η ελληνική πλευρά οφείλει να επιδείξει τη μεγαλύτερη διπλωματική ευελιξία, αλλά ταυτοχρόνως να παραμείνει αταλάντευτη στις θέσεις, οι οποίες συνιστούν τον σκληρό πυρήνα της εθνικής πολιτικής.