ΣΤΑΣΕΙΣ (14-07-99)

Τσίχλες

Για τον διάδοχο του κ. Στρατή Στρατήγη στην ηγεσία του οργανισμού «Αθήνα 2004» δεν υπήρξε ιδιαίτερα σαφής, χθες, η υπουργός Πολιτισμού κ. Ελισάβετ Παπαζώη. Υπήρξε όμως αφόρητα σαφής προ ημερών, όταν υποδεχόταν και αυτή, μαζί με όλη την ηγεσία του έθνους και με ρητορεία ασυγκράτητη, τη χρηματική προσφορά του Ωνασείου Ιδρύματος, η οποία θα προσφέρει στο Μέγαρο Μουσικής την ευκαιρία να επεκτείνει τις δραστηριότητές του, δημιουργώντας, σύμφωνα τουλάχιστον με τα λεχθέντα, ένα «πρότυπο πάρκο» εκεί που τώρα βρίσκεται το ταπεινό Πάρκο Ελευθερίας, τόσο ταπεινό που τελεί λέει υπό μετονομασίαν. Ενθουσιασμένη λοιπόν η υπουργός, όπως την είδαμε και την ακούσαμε στα δελτία ειδήσεων, θυμήθηκε συν τοις άλλοις και το παλαιό, χοντροκομμένα λιμπερτίνικο άσμα της Ρίτας Σακελλαρίου και το ενέθεσε με ανασκευαστική πρόθεση στην ομιλία της: «Ως τώρα λέγαμε ότι δεν πάω στο Μέγαρο αλλά θα πάω με τον παίδαρο. Τώρα θα λέμε ότι θα πάρουμε τον παίδαρο και θα πάμε στο Μέγαρο». Οχι πάντως για τις μουσικές εκδηλώσεις, που θα παραμείνουν πολυτελής υπόθεση· αλλά αυτό δεν το είπε η υπουργός, το άφησε απλώς να εννοηθεί. Θεάρεστος πράγματι στόχος το ξήλωμα του ξύλινου λόγου, τον οποίο πατροπαραδότως χρησιμοποιεί η πολιτική τάξη όχι για να πει αλλά για να αποκρύψει και να παραπλανήσει. Και κανείς δεν δικαιούται να απαιτήσει από τους κυβερνήτες του να φορούν μια γλώσσα σιδερωμένη και «πολιτικώς ορθή», ακόμη κι αν, αποπειρώμενοι να απεγκλωβιστούν από τα στερεότυπα, καταλήγουν συνήθως να μιμούνται το αχαλίνωτο ιδίωμα του κ. Πάγκαλου ή του κ. Γιαννόπουλου. Ευχάριστη είναι επίσης η προσπάθεια να διαρραγεί η σοβαροφάνεια με λίγο χιούμορ, με κάποια ελαφρότητα. Ακούγοντας ωστόσο την υπουργό του Πολιτισμού να «παιαδαρομεγαρολογεεί» ένιωσα το ίδιο αμήχανα, το ίδιο βαρύθυμα, όπως κι όταν ακούω την πανελλήνια πιτσιρικαρία να μηρυκάζει μανιωδώς -θαρρείς και μασάει τσίχλα- την ανοηταίνουσα διάλεκτο του κ. Μάρκου Σεφερλή και του τηλεοπτικού «ευαγγελίου» του. Αυτή η αιφνίδια, και άνευ ερείσματος, λαϊκότητα δεν είχε τίποτε το φυσικό και το χαριτωμένο· ήταν μια υπερβολή, προσχεδιασμένη και σκηνοθετημένη, ώστε να έχει τον άμεσο τηλεοπτικό της αντίκτυπο· ήταν μια ανέξοδη παραχώρηση στο «κοινό αίσθημα» από την πλευρά ενός πολιτικού προσώπου που θεωρεί ότι ανήκει εξ ορισμού στην άλλη όχθη, την υψηλή, άρα δικαιούται ενίοτε «να κατεβαίνει στο λαό», ίσα ίσα για να αυτοεπιβεβαιωθεί μέσα την ατσαλάκωτη υπεροχή του.

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ