ΣΤΑΣΕΙΣ (10-11-99)

Γεύματα

Σε γκραβούρες παλαιών εποχών βλέπει κανείς τους Αθηναίους, με φουστανέλες ή βράκες, να γλεντάνε, με όποια αφορμή, δίπλα στα μάρμαρα και ν' ακουμπάνε πάνω τους το ψωμί και το κρασί τους. Δεν είχαν βέβαια την αίσθηση ότι πράττουν κάτι άπρεπο· τα μάρμαρα τα είχε φάει ο χρόνος, η μακρότατη κατοχή κι η λησμονιά. Μάλλον όμως δεν μιμήθηκε αυτή την «αρκαδική» στάση το Βρετανικό Μουσείο, όταν αποφάσιζε να νοικιάζει, έναντι αδρού αντιτίμου, την αίθουσα με τα γλυπτά του Παρθενώνα για να γευματίζουν «υπευθύνου χαρακτήρος πλούσια μέλη της βρετανικής κοινωνίας» εξυπηρετούμενα από χιτωνοφόρα γκαρσόνια - αυτό δα έλειπε, να τη νοικιάζει σε παιδιά των λουλουδιών ή σε πανκιά· ακόμη και η ελευθεριότητα, ακόμη και η «ελεύθερη αγορά», έχουν τα όριά τους. Ισως οι υπεύθυνοι του Μουσείου στηρίχτηκαν σε τίποτε μελέτες που, εκμεταλλευόμενες καινοφανείς ερευνητικές μεθόδους, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι με φόντο τους Ολυμπίους ανοίγει η όρεξη και διευκολύνεται η πέψη. Εν πάση περιπτώσει, η έκπληξή μας θα ήταν μικρότερη αν θυμόμασταν ποια μεταχείριση επιφύλαξαν το πικρό 1944 οι Βρετανοί κομμάντος στην Ακρόπολη και στον Παρθενώνα: ακροβολίστηκαν εκεί, χρησιμοποιώντας τα αρχαία λείψανα σαν ασπίδα, για να σκοπεύουν ακινδύνως. Εύκολα εικάζεται ότι αν νοικιάζαμε εμείς τον Παρθενώνα σε δικούς μας «ευπατρίδες» για να απολαύσουν ένα πικ-νικ κακόγουστης αρχαιολατρίας, οι Βρετανοί θα διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους, ισχυριζόμενοι ότι δεν αξίζουμε την επιστροφή των αρπαγμένων. Ως εκεί πάντως δεν φτάσαμε ακόμη. Μπορεί να εκχωρούμε, παρά τις διαμαρτυρίες των αρχαιολόγων, την Πνύκα για να γίνουν σεληνολατρικές συναυλίες και να την καταπατάμε με βαρύτατες νταλίκες (και με τον Κλίντον)· μπορεί να φτάνουμε με τα υπεραυτοκίνητά μας ώς την είσοδο του Ηρωδείου, όποτε πηγαίνουμε στο θέατρο για να μας πάρει η τηλεόραση· μπορεί να ισοπεδώνουμε νεολιθικούς οικισμούς μοναδικής αξίας· μπορεί, λόγω των πλουτοφόρων εισιτηρίων, να μην κλείνουμε την Κνωσό, ευνοώντας έτσι την ανίατη φθορά της, αλλά στα επί μαρμάρων γεύματα δεν ενδώσαμε ακόμη. Το καλοκαίρι ωστόσο κάναμε κάτι άλλο, αναλόγως βλάσφημο: Παραχωρήσαμε σε κάποιους επιχειρηματίες έναν ανεμόμυλο της Μυκόνου, ένα στοιχείο ταυτότητας που έχει για το νησί την αξία του Λευκού Πύργου για τη Θεσσαλονίκη ή του Παρθενώνα για την Αθήνα). Κι εκείνοι, για να προβάλλουν το ποτό τους, άναψαν βεγγαλικά και κατακάηκε ο ανεμόμυλος και το αρχείο που φύλασσε. Κι εμείς κατεβάσαμε απροβλημάτιστοι το ποτηράκι μας μαζί με την ενοχή μας.

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ