Κύριο άρθρο της 19-11-99

Ελληνοτουρκικά

Η «πολύ φιλική», κατά τον χαρακτηρισμό του κ. Κ. Σημίτη, χθεσινή συζήτηση του Ελληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο ομόλογό του κ. Μπ. Ετσεβίτ δεν απέφερε κανένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Η Αγκυρα εξακολουθεί να εξαιρεί το Κυπριακό από τα θέματα, επί των οποίων θα μπορούσε να αναμένεται κάποιο ουσιαστικό βήμα καλής θελήσεως από την πλευρά της, όπως άλλωστε εξακολουθεί να αρνείται την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος. Ακόμη και η δήλωση του κ. Ετσεβίτ ότι η χώρα του δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδος έχει ελαχίστη αξία· η Τουρκία δεν έχει, βεβαίως, το θράσος να δηλώσει διεθνώς ότι έχει εδαφικές βλέψεις: τις προβάλλει, βαφτίζοντάς τις «γκρίζες ζώνες» - και επεκτείνοντάς τις ώς τη... Γαύδο. Καίτοι, όμως, ουδέν νεότερον προέκυψε, θα ήταν λάθος να συμπεράνει κανείς ότι η συνάντηση απέβη άκαρπη. Από την έναρξη των ελληνοτουρκικών επαφών σε επίπεδο «σοφών», είχε επισημανθεί ότι οι δύο πλευρές έπρεπε να αρχίσουν από... μη εντυπωσιακά θέματα, επειδή μόνον σε αυτά υπήρχε ελπίδα να σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος, η οποία θα διευκόλυνε την πορεία προς τα σοβαρότερα. Η τακτική αυτή αποδείχθηκε επωφελής, η δε ελληνική στάση μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του Αυγούστου στην Τουρκία και η τουρκική «ανταπόδοση» επηρέασαν και την ατμόσφαιρα των πολιτικών σχέσεων. Η χθεσινή συνάντηση επιβεβαιώνει την εκτόνωση της εντάσεως· και μόνον αυτό αρκεί να της προσδώσει αξιοπρόσεκτη σημασία. Η ήπια ατμόσφαιρα έχει θετικότατη επιρροή και στην ουσία των διαπραγματεύσεων. Η Ελλάς, όπως και ο ίδιος ο πρόεδρος Κλίντον αναγνώρισε, έχει τείνει χείρα φιλίας προς την Τουρκία, συνηγορώντας στην προσέγγιση της τελευταίας προς την Ε.Ε. Η πορεία αυτή προϋποθέτει, όμως, ότι η Αγκυρα θα ασπασθεί και θα τηρήσει ένα πλαίσιο κανόνων, το οποίο ευνοεί τις ελληνικές θέσεις, αφού η Ελλάς δεν προβάλλει καμία αξίωση έναντι της Τουρκίας, παρά μόνον την τήρηση του διεθνούς δικαίου και των δημοκρατικών αρχών. Σήμερα, η Αγκυρα έχει έκδηλο συμφέρον να προσποιείται τη διαλλακτική, για να προσεγγίσει την Ευρώπη. Αύριο, θα πιεστεί να γίνει όντως διαλλακτική, αν θέλει να ενταχθεί σ' αυτήν. Το «αύριο» είναι, βέβαια, μια διαδρομή περίπου δεκαπέντε ετών, όπως την προσδιορίζουν οι έχοντες τον πρώτο λόγο στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Αν, όμως, αυτά τα δεκαπέντε χρόνια απαιτούν μία βήμα προς βήμα προσαρμογή της τουρκικής πολιτικής στους κανόνες του διεθνούς δικαίου, η διαδικασία θα είναι ίσως δυσχερής για την Αγκυρα, αλλά σαφώς επωφελής για την Αθήνα.