.

ΣΧΟΛΙΟ Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ (04-01-00)

«Φως ιλαρόν» ή βεγγαλικόν;

Τις χρειαζόμαστε τις γιορτές, έστω σαν ξόρκια ατελή κατά της βέβαιης φθοράς, σαν τελετές που μάλλον δικαιώνουν τη μελαγχολία παρά τη διασκεδάζουν. Τις χρειαζόμαστε, ως άτομα και ως κοινότητες, ακόμη κι όταν είναι σκηνοθετημένες και ετεροπροσδιορισμένες, όταν τις εκμαιεύουν βίαια οι ανάγκες της αγοράς και των πολιτικών, αυθαιρετώντας πάνω στο ήδη αυθαίρετο ημερολόγιο. Εκείνο που δεν χρειαζόμαστε είναι η υπερβολή και η βαρύγδουπη κενολογία· ναι, ανέκαθεν οι γιορτές ομοιοκαταληκτούν με το άμετρο, με το υπέρογκο, αυτό όμως προκύπτει από τη δική τους ηθική και λογική, γι' αυτό και καταξιώνεται και ελευθερώνει. Οταν όμως η υπερβολή δεν αναδύεται από καρδιάς αλλά επιβάλλεται από ποικίλους σκηνοθέτες δημοσίων θεαμάτων, που μάλλον στο τηλεοπτικό κατασκεύασμα αποσκοπούν παρά στη μέθεξη, ουδείς αποσκορακίζει εύκολα το δικαίωμά του στην γκρίνια. Πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, τη χάρηκαν την πανήγυρι της Ακροπόλεως. Τη χάρηκαν έστω κι αν είχε ληφθεί μέριμνα να ευωχηθούν ξεχωριστά οι προνομιούχοι «επώνυμοι» από το πλήθος, η πολυεθνική συγκρότηση του οποίου φανέρωνε τον μεικτό χαρακτήρα της πόλης (αλήθεια, δεν θα μπορούσε να παιχτούν σε κάποια γωνιά μουσικές των ξένων μας, ώστε να νιώσουν έστω άπαξ ισόμοιροι;). Τη χάρηκαν πιέζοντας τον εαυτό τους να αποδεχθεί ότι τα εισόδια ενός έτους που κρίθηκε συμβολικό συγχωρούν δαπάνες οι οποίες κάθε άλλο παρά σύμφωνες ήταν με τη μετριοπάθεια που διακήρυξε η πολιτεία. Τη χάρηκαν έστω κι αν οι ογκώδεις συνάξεις δεν είναι οι καταλληλότεροι ναοί για να λειτουργηθεί η συγκίνηση. Τη χάρηκαν παρότι οι κρότοι των βεγγαλικών και ο καπνός έδειχναν σαν επικίνδυνο μνημόσυνο του Μοροζίνι και υποβάθμιζαν τον Παρθενώνα σε πρόσχημα. Τη χάρηκαν έστω κι αν αρκετές στιγμές αισθάνονταν σαν απρόσωπες ψηφίδες ενός γιγαντιαίου θεάματος, προορισμένου να υποστεί ιδεολογική και πολιτική αξιοποίηση. Και δεν άργησαν καθόλου οι ιδεολογικές επενδύσεις, αφού ανασύρθηκαν έτοιμες από τα γνωστά ερμάρια με τα τεκμήρια της «ελληνικής υπεροχής». «Το ελληνικό φως σε όλη την οικουμένη» διαβάσαμε και ακούσαμε τον μονότονο στόμφο. Και, χάρη στο πατροπαράδοτο μίξερ που άλεσε άλλη μία φορά την κλασική αρχαιότητα και το Βυζάντιο, το ολυμπιακό πνεύμα και την ορθοδοξία, ξανασιτιστήκαμε με την πεποίθηση ότι παραμένουμε φάροι τηλαυγείς ενόσω όλοι οι υπόλοιποι χειμάζονται από τον παρατεταμένο Μεσαίωνά τους...