Compact version |
|
Wednesday, 4 December 2024 | ||
|
Εθνικός Κήρυξ, 17-18 Φεβρουαρίου 1996Ντόρα: Ελλάδα και Τουρκία, για να ηγηθούν στα Βαλκάνια, πρέπει να λυσουν τις διαφορές τουςΤου ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΑΛΜΟΥΚΟΥΒΟΣΤΩΝΗ - Βαρυσήμαντη ομιλία για το ρόλο της Ελλάδος ως μέλους του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη νέα Βαλκανική πραγματικότητα, έδωσε το βράδυ της περασμένης Πέμπτης, στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ, η πρώην υπουργός Πολιτισμού και νυν βουλευτής Ευρυτανίας της Νέας Δημοκρατίας, κ. Ντόρα Μπακογιάννη, ενώπιον πυκνού - η αίθουσα «Σταρ» ήταν υπερπλήρης - και εκλεκτού ακροατηρίου, με πλειάδα αντιπροσώπων του ακαδημαϊκού, πνευματικού και επιχειρηματικού κόσμου της Βοστώνης. Η ομιλία της κ. Μπακογιάννη προξένησε ενδιαφέρουσα συζήτηση στο τέλος με πολλές ερωτήσεις από το ακροατήριο, αλλά και με εμπεριστατωμένες απαντήσεις από την Ελληνίδα πολιτικό, η οποία απέσπασε ευμενή σχόλια από πολλά μέλη του ακροατηρίου, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει ο «Εθνικός Κήρυξ». Την εκδήλωση είχαν συνδιοργανώσει το «Ινστιτούτο Ελληνικού Δυναμικού» και το «Ελληνικό Ινστιτούτο Βοστώνης» Παρέστησαν ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στη Βοστώνη, κ. Ιωάννης Οικονομίδης, ο Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Σωματείων κ. Δημήτρης Τσούμπανος, οι κύριοι Σταύρος Βιρβιδάκης και Κώστας Μπράτος, αμφότεροι ανώτερα στελέχη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος στη Βοστώνη, ο επιφανής καθηγητής του M.I.T. κ. Ηλίας Γυφτόπουλος, οι γιατροί κύριοι Δραγόνας και Μπούρας, καθώς και πολλοί άλλοι πρόεδροι και αξιωματούχοι συλλόγων και σωματείων, φοιτητές, καθηγητές και ομογενείς διαφόρων προσανατολισμών. Παραθέτουμε αποσπάσματα της ομιλίας της κ. Μπακογιάννη, σε ελληνική μετάφραση: «...Η Συμφωνία του Ντέϊτον και η ακολουθήσασα αποστολή Αμερικανών στρατιωτών στη Βοσνία, έχει προφανώς πετύχει να θέσει ένα τέλος στις πολεμικές αγριότητες. Έχει αποδείξει πως οι διπλωματικές προσπάθειες πρέπει να υποστηρίζονται από την προθυμία της διεθνούς κοινότητας να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη προκειμένου να πιέσει εκείνους οι οποίοι δεν επιθυμούν μια ειρηνική διευθέτηση, ούτε και την αποδέχονται. Ο τρόπος με τον οποίον τακτοποιήθηκε η βοσνιακή κρίση ήταν με δυσκολία επιθυμητός απ' όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ωστόσο ήταν αναγκαία η αποστολή ξένων δυνάμεων στη σκηνή του πολέμου, για να εξασφαλισθεί η εφαρμογή διεθνών συμφωνιών. Η Βοσνία μας έχει διδάξει ότι εάν τα πράγματα ξεπεράσουν κάποιο ανεκτό σημείο μη επιστροφής, μια μεγαλύτερη δύναμη οφείλει να επέμβη για να καθιερώσει μία νέα ισορροπία... Το θέμα είναι το τι πρέπει να γίνεται για να αποφεύγεται κλιμάκωση των γεγονότων σε σημείο που ο ειρηνικός διάλογος υποχωρεί σε ένοπλη αντιπαράθεση και η χρήση εξωτερικής βίας γίνεται αναγκαία προκειμένου να οδηγήσει τα ενδιαφερόμενα μέρη στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Τα γεγονότα στη βόρεια Βαλκανική μαρτυρούν την αποτυχία της διπλωματίας να προλάβει ώστε να μη μετατραπεί η εθνική όξυνση, σε πολεμική αντιδικία... Οφείλει δε να λειτουργήσει ως μάθημα για το τι μπορεί να συμβεί όταν το πάθος υπερτερήσει της λογικής, όταν διακοπούν οι δίαυλοι επικοινωνίας, και όταν τα αντίδικα μέρη δεν μπορούν να δουν το πως μία ειρηνική συμφωνία μπορεί αληθινώς να έχει μακροπρόθεσμα συμφέροντα. Για να επανέλθει ολόκληρη η περιοχή των Βαλκανίων σε σταθερότητα και ευμάρεια, είναι ανάγκη να επιλυθούν ειρηνικώς όλες οι αντιπαλότητες στα Νότια Βαλκάνια. Δύο χώρες της περιοχής, η Ελλάδα και η Τουρκία, οι οποίες έχουν πολιτική επιρροή, στρατιωτική δύναμη και οικονομική δύναμη μπορούν να καθοδηγήσουν την Βαλκανική χερσόνησο σε τροχιά ειρήνης και ευημερίας. Όμως πρέπει να λύσουν τις διμερείς διαφορές τους κατά τρόπο ειρηνικό και φιλικό. Εάν η Ελλάδα και η Τουρκία φιλοδοξούν να διαδραματίσουν κάποιον σπουδαίο ρόλο στη πολιτική των Βαλκανίων, οφείλουν να ηγηθούν με το παράδειγμά τους. Μόνο τότε θα αποδείξουν στον κόσμο πως είναι αξιόπιστες δυνάμεις της περιοχής. Η πρόσφατη κρίση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας έχει καταστήσει οδυνηρά φανερό αυτό που πολλοί αρνούνται να δουν, πως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις μπορούν να κλιμακωθούν σε πάρα πολύ επικνδυνο επίπεδο, ιδιαίτερα όταν η μία μεριά δεν συμμορφώνεται με τις διεθνείς συμβάσεις και δεν σέβεται τα κυριαρχικά δικαιώματα των γειτονικών κρατών... Τα τελεταία δέκα χρόνια η Ελλάδα έχει επιδείξει πολύ μεγαλύτερη προθυμία να επιλυθούν τα θέματα που χωρίζουν τις δύο χώρες, κατά τρόπο που δεν θα οδηγούσε σε επικίνδυνη στρατιωτική κλιμάκωση στο Αιγαίο. Έχει επιλέξει τα διεθνή βήματα ως χώρο επίλυσης των διαφορών με την Τουρκία. Ευτυχώς, έπειτα από το επεισόδιο της Ίμια, οι Ηνωμένες Πολιτείες με δήλωσή τους υπογραμμίζουν τη θεση τους πως πρέπει να ακολουθηθούν οι διεθνείς συνθήκες, οι οποίες ρυθμίζουν το νομικό καθεστώς του Αιγαίου. Ωστόσο πιστεύω πως είναι καιρός τώρα για την Ελλάδα να δηλώσει και πάλι ξεκάθαρα την εξωτερική της πολιτική έναντι της Τουρκίας. Η γνώμη μου είναι πως οφείλουν να γίνουν τα ακόλουθα: Πρώτον, η Ελλάδα οφείλει να το δηλώσει ξεκάθαρα πως σκοπός της είναι η επίτευξη βιώσιμης ειρηνικής συνύπαρξης με την Τουρκία. Η υπόσχεση αυτή για ειρήνη οφείλει να είναι ειλικρινής και βασισμένη στο γεγονός ότι αμφότερες οι χώρες θα κερδίσουν πολλά, εάν σταματήσουν να εκλαμβάνουν την σχέση τους σαν μία συνεχιζόμενη αντιπαράθεση ισχύος. Δεύτερον, η Ελλάδα και η Τουρκία οφείλουν να καταστήσουν σαφές πως επιθυμούν να εγκαινιάσουν έναν τίμιο και ειλικρινή διάλογο μεταξύ τους. Ο διάλογος αυτός ωστόσο, πρέπει να δηλωθεί προκαταβολικά πάνω σε δύο δεδομένα, τα οποία δεν θα ήταν δυνατόν σε καμμία περίπτωση να αμφισβητηθούν: Οποιεσδήποτε συνομιλίες μεταξυ των δύο χωρων πρέπει να σεβαστούν τους κανόνες του διεθνούς νόμου και τα άρθρα της συνέλευσης του Ελσίνκι, η οποία απαγορεύει οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις των συνόρων. Εάν η Τουρκία, όπως η Ελλάδα, φιλοδοξεί να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στα Βαλκάνια, πρέπει να πολιτευθεί με τους κανόνες που έχει θεσπίσει η διεθνής κοινότητα για την επίλυση διεθνών διαφορών. Οποιαδήποτε προσπάθεια για την ανάπτυξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης και καλής θέλησης μεταξύ των δύο χωρών, δεν μπορεί να παραβλέψει την εισβολή, διαίρεση και κατοχή της Κύπρου. Η Κύπρος είναι μία πληγή η οποία όσο παραμένει αθεράπευτη, θα εξακολουθήσει να δηλητηριάζει τις σχέσεις ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Βάζοντας το θέμα της Κύπρου στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα σημάνει ένα άλμα για την επανασύσταση εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο πλευρές και θα δημιουργήσει θετικές προοπτικές στην προσπάθεια επίλυσης των θεμάτων που σχετίζονται με το Αιγαίο...» |